Δανείζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
позајмуваат, позајми, услужите, дадат, даваат
Δανείζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δανείζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα σλαβομακεδονικά - сливата, слива, сливи, сливова, пудинг
  • δανείζομαι στα σλαβομακεδονικά - позајмите, позајмуваат, се задолжуваат, позајми, позајмат
  • δανειζόμενος στα σλαβομακεδονικά - заемопримачот, должникот, позајмувачот, кредитобарателот, кредит
  • δανεισμός στα σλαβομακεδονικά - заемот, задолжувањето, задолжување, позајмување, задолжувања, задолжување на
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: позајмуваат, позајми, услужите, дадат, даваат