Δανείζω στα τούρκικα

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödünç vermek, vermek, ödünç, borç, katmaktadır
Δανείζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δανείζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα τούρκικα - erik, Plum, eriği, boşaltma
  • δανείζομαι στα τούρκικα - ödünç almak, ödünç, borç, ödünç alabilir, borçlanma
  • δανειζόμενος στα τούρκικα - borçlu, borçlunun, Müstakriz, Borçlu'nun
  • δανεισμός στα τούρκικα - borçlanma, borç, kredi, finansman
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ödünç vermek, vermek, ödünç, borç, katmaktadır