Δανείζω στα τσεχικά
Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodávat, podat, udělit, zapůjčit, věnovat, poskytnout, půjčit, půjčovat, půjčují, zapůjčení
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανείζω
δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, δανείζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- δαμάσκηνο στα τσεχικά - švestka, švestky, švestkový, plum, švestková
- δανείζομαι στα τσεχικά - půjčit, půjčovat, výpůjčka, půjčit si, vypůjčit si, vypůjčit
- δανειζόμενος στα τσεχικά - dlužník, vypůjčovatel, dlužníka, dlužníkem, vypůjčitel
- δανεισμός στα τσεχικά - půjčka, půjčit, zapůjčit, úvěr, výpůjčka, výpůjční, výpůjčky, ...
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: dodávat, podat, udělit, zapůjčit, věnovat, poskytnout, půjčit, půjčovat, půjčují, zapůjčení
Μεταφράσεις: dodávat, podat, udělit, zapůjčit, věnovat, poskytnout, půjčit, půjčovat, půjčují, zapůjčení