Δανείζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitlenen, voorschieten, lenen, geven, verlenen, te lenen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανείζω
δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δανείζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δαμάσκηνο στα ολλανδικά - pruim, pruimen, plum, de pruim
- δανείζομαι στα ολλανδικά - lenen, te lenen, leen, ontlenen, leent
- δανειζόμενος στα ολλανδικά - lener, kredietnemer, leningnemer, ontlener, geldnemer
- δανεισμός στα ολλανδικά - lenen, lening, ontlening, leningen, opgenomen, financieringskosten
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitlenen, voorschieten, lenen, geven, verlenen, te lenen
Μεταφράσεις: uitlenen, voorschieten, lenen, geven, verlenen, te lenen