Διογκώνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подуване, оток, Подуването, Набъбване, • Подуване
Διογκώνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διογκώνω

διογκώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διογκώνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διμοιρία στα βουλγαρικά - взвод, взвода, на взвод, взводен, взводът
  • διοίκηση στα βουλγαρικά - администрация, управляване, ръководство, управление, команда, командния, командата, ...
  • διοικητής στα βουλγαρικά - комендант, командир, командващ, командир на, командира, Командирът
  • διοικητικός στα βουλγαρικά - управление, администрация, административен, административна, административно, административната, административния
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: подуване, оток, Подуването, Набъбване, • Подуване