Διογκώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bólga, þroti, bólgu, þrota, bólgur
Διογκώνω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διογκώνω

διογκώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διογκώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διμοιρία στα ισλανδικά - platoon
  • διοίκηση στα ισλανδικά - rekstur, stjórn, skipun, skipunina, skipunin
  • διοικητής στα ισλανδικά - yfirmaður, Commander, flugstjórinn, flugstjóri, foringi
  • διοικητικός στα ισλανδικά - stjórnsýslu, stjórn, framkvæmdavald, stjórnvald, stjórnsýsluréttur
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bólga, þroti, bólgu, þrota, bólgur