Διογκώνω στα δανικά
Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hævelse, hævelser, Kvælder, kvældning, Hævede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διογκώνω
διογκώνω λεξικό γλώσσας δανικά, διογκώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διμοιρία στα δανικά - deling, delingsfører, delingen, platoon
- διοίκηση στα δανικά - regering, ledelse, kommando, kommandoen
- διοικητής στα δανικά - kommandant, hærfører, anfører, Commander, kommandør, øverstbefalende, luftfartøjschefen
- διοικητικός στα δανικά - regering, administrativ, administrative, administrativt, den administrative, det administrative
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hævelse, hævelser, Kvælder, kvældning, Hævede
Μεταφράσεις: hævelse, hævelser, Kvælder, kvældning, Hævede