Διογκώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gumbas, kauburys, kupra, patinimas, tynis, Tinimas, patinimo, Paburkimas
Διογκώνω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διογκώνω

διογκώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διογκώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διμοιρία στα λιθουανικά - būrys, būrio, karių būrys, būrį
  • διοίκηση στα λιθουανικά - vadyba, komanda, komandą, komandų, komandinės, valdymas
  • διοικητής στα λιθουανικά - vadas, komendantas, Commander, vado, vadui, vadu
  • διοικητικός στα λιθουανικά - administracinis, administracinė, administracinės, administracinių, administracinio
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gumbas, kauburys, kupra, patinimas, tynis, Tinimas, patinimo, Paburkimas