Διογκώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
днищі, випинатися, витин, випнутися, пухлина, пухлину, пухлини
Διογκώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διογκώνω

διογκώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διογκώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διμοιρία στα ουκρανικά - платонічний, взвод, звід, взведення
  • διοίκηση στα ουκρανικά - уряд, міністерство, чинення, управляється, урядування, команда
  • διοικητής στα ουκρανικά - командир, командире, командира
  • διοικητικός στα ουκρανικά - уряд, чинення, урядування, міністерство, адміністративний, адміністративного
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: днищі, випинатися, витин, випнутися, пухлина, пухлину, пухлини