Διογκώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkıntı, şiş, kambur, şişme, şişlik, şişmesi, şişkinlik, kabarma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διογκώνω
διογκώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διογκώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διμοιρία στα τούρκικα - takım, müfreze, platoon, müfrezesi, müfrezesinin
- διοίκηση στα τούρκικα - yönetim, komuta, komut, komutu, komutunu
- διοικητής στα τούρκικα - komutan, komutanı, commander, kumandan, kumandanı
- διοικητικός στα τούρκικα - yönetim, idari, yönetimsel, yönetici, idare
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çıkıntı, şiş, kambur, şişme, şişlik, şişmesi, şişkinlik, kabarma
Μεταφράσεις: çıkıntı, şiş, kambur, şişme, şişlik, şişmesi, şişkinlik, kabarma