Διογκώνω στα ρουμανικά
Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umflătură, Umflarea, Umflare, Umflături, Inflamație
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διογκώνω
διογκώνω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διογκώνω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- διμοιρία στα ρουμανικά - pluton, plutonul, de pluton, pluton de, plutonului
- διοίκηση στα ρουμανικά - îndrumare, comandă, comanda, de comandă, comenzi, de comanda
- διοικητής στα ρουμανικά - comandant, comandantul, Commander, comandant de, comandantului
- διοικητικός στα ρουμανικά - administrativ, administrative, administrativă, administrativa
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: umflătură, Umflarea, Umflare, Umflături, Inflamație
Μεταφράσεις: umflătură, Umflarea, Umflare, Umflături, Inflamație