Διογκώνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oteklina, otekanje, oteklino, otekline, oteklost
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διογκώνω
διογκώνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διογκώνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διμοιρία στα σλοβενικά - četa, platoon, vod, osnovni vod, vodja voda
- διοίκηση στα σλοβενικά - vláda, správa, ukaz, ukazne, ukaza, ukazni, zapoved
- διοικητής στα σλοβενικά - poveljnik, Vodja, komandant, Vodja zrakoplova, zrakoplova
- διοικητικός στα σλοβενικά - vláda, správa, upravno, upravna, upravni, upravne, administrativna
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: oteklina, otekanje, oteklino, otekline, oteklost
Μεταφράσεις: oteklina, otekanje, oteklino, otekline, oteklost