Διογκώνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пухліна, пухліну
Διογκώνω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διογκώνω

διογκώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διογκώνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • διμοιρία στα λευκορωσικά - ўзвод, узвод, адзення ўзвод
  • διοίκηση στα λευκορωσικά - каманда
  • διοικητής στα λευκορωσικά - камандзір
  • διοικητικός στα λευκορωσικά - адміністрацыйны, адміністратыўны, адміністрацыйная
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пухліна, пухліну