Εμβολίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
емболизират
Εμβολίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμβολίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εμβάθυνση στα βουλγαρικά - задълбочаване, задълбочаващата, задълбочаване на, задълбочаването, задълбочаването на
  • εμβέλεια στα βουλγαρικά - печка, диапазон, обхват, гама, кръг, редица
  • εμβολιάζω στα βουλγαρικά - вкоренен, закоравял, пропит с, пропит, вбит в самата нишка
  • εμβολιασμός στα βουλγαρικά - привиква, ваксинация, ваксиниране, ваксинацията, ваксинирането
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: емболизират