Εμβολίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embolizou, embolização, embolizaram, embolizadas, embolizado
Εμβολίζω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμβολίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμβάθυνση στα πορτογαλικά - aprofundamento, aprofundando, o aprofundamento, aprofundar, aprofundamento da
  • εμβέλεια στα πορτογαλικά - fogão, forno, alcance, fogões, série, variedade, variação, ...
  • εμβολιάζω στα πορτογαλικά - inovar, inocule, arraigado, ingrain, enraizar, incutir, inverossímil
  • εμβολιασμός στα πορτογαλικά - vacinação, a vacinação, de vacinação, vacinação de, vacina
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: embolizou, embolização, embolizaram, embolizadas, embolizado