Εμβολίζω στα τσεχικά
Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zarazit, beran, hodit, embolized
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολίζω
εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, εμβολίζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εμβάθυνση στα τσεχικά - sondování, prohlubující se, prohloubení, prohlubování, prohloubit, prohlubující
- εμβέλεια στα τσεχικά - působiště, rozsah, oblast, dosah, řetěz, sortiment, paleta, ...
- εμβολιάζω στα τσεχικά - očkovat, naočkovat, zakořenit, barvit, ingrain
- εμβολιασμός στα τσεχικά - vakcinace, očkování, transplantace, očkovací, vakcinaci
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zarazit, beran, hodit, embolized
Μεταφράσεις: zarazit, beran, hodit, embolized