Εμβολίζω στα δανικά
Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vædder, emboliseres, emboliseres under
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολίζω
εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας δανικά, εμβολίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμβάθυνση στα δανικά - uddybning, uddybe, at uddybe, uddybning af, dybere
- εμβέλεια στα δανικά - område, rækkevidde, interval, række, vifte, udvalg
- εμβολιάζω στα δανικά - ingrain
- εμβολιασμός στα δανικά - vaccination, vaccinationen, vaccineret
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vædder, emboliseres, emboliseres under
Μεταφράσεις: vædder, emboliseres, emboliseres under