Εμβολίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
embolized
Εμβολίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εμβολίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εμβάθυνση στα σλαβομακεδονικά - продлабочување, продлабочувањето, продлабочува, продлабочување на, продлабочувањето на
  • εμβέλεια στα σλαβομακεδονικά - опсег, број, спектар, опсегот, палета
  • εμβολιάζω στα σλαβομακεδονικά - пропит, вкоренен
  • εμβολιασμός στα σλαβομακεδονικά - вакцинација, вакцинацијата, вакцинирање, вакцинирањето, вакцината
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: embolized