Εμβολίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gumse, ramm, bagge, emboliseras, emboliserad
Εμβολίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εμβολίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εμβάθυνση στα σουηδικά - fördjupning, fördjupa, att fördjupa, fördjupade, fördjupas
  • εμβέλεια στα σουηδικά - intervall, intervallet, utbud, rad, sortiment
  • εμβολιάζω στα σουηδικά - ympa, ingrain
  • εμβολιασμός στα σουηδικά - vaccination, vaccinationen, vaccinering, vaccinations, vaccinerings
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: gumse, ramm, bagge, emboliseras, emboliserad