Εμβολίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koç, embolize, embolizasyon, embolize olan, emboli, embo- lizasyon
Εμβολίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμβολίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εμβάθυνση στα τούρκικα - derinleştirilmesi, derinleşen, derinleşmesi, derinleşme, derinleştirmek
  • εμβέλεια στα τούρκικα - ocak, soba, menzil, fırın, erim, alan, dizi, ...
  • εμβολιάζω στα τούρκικα - kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
  • εμβολιασμός στα τούρκικα - aşılama, aşı, aşısı, aşılaması, aşılanma
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: koç, embolize, embolizasyon, embolize olan, emboli, embo- lizasyon