Εμβολίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrútur, embolized
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολίζω
εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμβολίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμβάθυνση στα ισλανδικά - dýpkun, styrkja, dýpka, efla, vaxandi
- εμβέλεια στα ισλανδικά - svið, Tímabil, úrval, bilinu, á bilinu
- εμβολιάζω στα ισλανδικά - bólusetja, ingrain
- εμβολιασμός στα ισλανδικά - bólusetningu, bólusetning, bólusetningar, bólusett, bólusetningin
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hrútur, embolized
Μεταφράσεις: hrútur, embolized