Εμβολίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
баран, эмболизированы
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολίζω
εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμβολίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εμβάθυνση στα λευκορωσικά - паглыбленне, паглыбленьне
- εμβέλεια στα λευκορωσικά - дыяпазон
- εμβολιάζω στα λευκορωσικά - заварваць, заварываць, запарваць
- εμβολιασμός στα λευκορωσικά - вакцынацыя
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: баран, эмболизированы
Μεταφράσεις: баран, эмболизированы