Εμβολίζω στα κροατικά

Μετάφραση: εμβολίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovan, embolizirati
Εμβολίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά, εμβολίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, εμβολίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εμβάθυνση στα κροατικά - produbljavanje, produbljivanje, produbljivanja, produbljivanju, produbljuje
  • εμβέλεια στα κροατικά - gađati, dolet, preći, srediti, nailaziti, dometom, opseg, ...
  • εμβολιάζω στα κροατικά - kalemiti, okorio, bojen prije prerade
  • εμβολιασμός στα κροατικά - cijepljenje, cijepljenja, vakcinacija, cjepivo, cijepljenju
Τυχαίες λέξεις
Εμβολίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ovan, embolizirati