Εμψυχώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обновявам, съживява, съживяване, съживяват, реанимира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω
εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμψυχώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμφυσώ στα βουλγαρικά - налагам, насажда, се насажда, внедрявам, насаждам
- εμφυτεύω στα βουλγαρικά - семе, внушаха, сперма, имплантация, имплант, имплантант, импланта, ...
- ενάγω στα βουλγαρικά - предаване на съд, подведе под отговорност, повдигне обвинения, повдигне обвинения срещу, повдигне обвинения на
- ενάγων στα βουλγαρικά - ищец, ищеца, ищецът, ищцата
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обновявам, съживява, съживяване, съживяват, реанимира
Μεταφράσεις: обновявам, съживява, съживяване, съживяват, реанимира