Εμψυχώνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэанімаваць, рэаніміраваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω
εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμψυχώνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εμφυσώ στα λευκορωσικά - прывіваць, прышчапляць, прышчэпліваць
- εμφυτεύω στα λευκορωσικά - зярно, семя, імплантат
- ενάγω στα λευκορωσικά - вінаваціць, абвінавачваць
- ενάγων στα λευκορωσικά - пазоўнік, ісцец, зыскоўца, істца, пазоўніца
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рэанімаваць, рэаніміраваць
Μεταφράσεις: рэанімаваць, рэаніміраваць