Εμψυχώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reanimate
Εμψυχώνω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω

εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμψυχώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμφυσώ στα ισλανδικά - innræta, inculcate
  • εμφυτεύω στα ισλανδικά - fræ, vefjalyfið, liðskipti, vefjalyf, í vef, vefjalyfi
  • ενάγω στα ισλανδικά - ákæra
  • ενάγων στα ισλανδικά - stefnandi, stefnanda, sóknaraðili, kærandi
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: reanimate