Εμψυχώνω στα δανικά
Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
genoplive, genopliver
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω
εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας δανικά, εμψυχώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμφυσώ στα δανικά - indpode, indprente, indskærpe, indoptage, at indpode
- εμφυτεύω στα δανικά - sæd, frø, implantat, implantatet, implantatets, implantation
- ενάγω στα δανικά - anklage, rejse tiltale mod, tiltale mod, rejse tiltale, tiltale
- ενάγων στα δανικά - sagsøger, sagsøgeren, sagsoegeren, sagsøgerens, klageren
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: genoplive, genopliver
Μεταφράσεις: genoplive, genopliver