Εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реанимира, го реанимира
Εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω

εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά - влее, насаждам, налагам, им влее, да им влее
  • εμφυτεύω στα σλαβομακεδονικά - имплант, имплантот, имплантација, импланти, имплантант
  • ενάγω στα σλαβομακεδονικά - обвинат, обвинение, обвинува, поднесе обвинение, го обвинува
  • ενάγων στα σλαβομακεδονικά - тужителот, тужител, тужителката, подносителот, жалителот
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: реанимира, го реанимира