Εμψυχώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Reanimacija, reanimuoti, atgaivinti, Ożywiać, Reanimować
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω
εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμψυχώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμφυσώ στα λιθουανικά - įdiegti, įteigti, įskiepyti, skleisti, skiepyti
- εμφυτεύω στα λιθουανικά - sperma, sėkla, implantuoti, implantas, implanto, implantai, implantą
- ενάγω στα λιθουανικά - apkaltinti, kaltinti, Oskarżać, Pasmerkti, Kelti pareikštas kaltinimas
- ενάγων στα λιθουανικά - ieškovas, ieškovui, ieškovė, ieškovo
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Reanimacija, reanimuoti, atgaivinti, Ożywiać, Reanimować
Μεταφράσεις: Reanimacija, reanimuoti, atgaivinti, Ożywiać, Reanimować