Εμψυχώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reanimar, reanimate, reanimá, reanimar a, reavivar
Εμψυχώνω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω

εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμψυχώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμφυσώ στα πορτογαλικά - iniciar, novato, injectar, inculcar, incutir, inculcam, inculcate, ...
  • εμφυτεύω στα πορτογαλικά - ímpeto, semente, implantar, entrever, implante, do implante, implantes, ...
  • ενάγω στα πορτογαλικά - acusar, processar, indiciar, indiciá, indiciamento
  • ενάγων στα πορτογαλικά - queixoso, querelante, demandante, requerente, autor
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reanimar, reanimate, reanimá, reanimar a, reavivar