Εμψυχώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надихніть, оживляти, оживити, реанімувати
Εμψυχώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω

εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμψυχώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμφυσώ στα ουκρανικά - вступний, початковий, прищеплювати, щепити, прививати, щеплювати, щеплення
  • εμφυτεύω στα ουκρανικά - посіяти, непримиримий, насіння, невблаганний, непримиренний, імплантат
  • ενάγω στα ουκρανικά - прохати, просити, звинувачувати, обвинувачувати, звинувачуватимуть
  • ενάγων στα ουκρανικά - стогін, плач, нарікання, позивач
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: надихніть, оживляти, оживити, реанімувати