Εμψυχώνω στα κροατικά
Μετάφραση: εμψυχώνω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oživiti, pokrenuti, reanimirati, oživjeti, reanimiraju, obodriti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω
εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω λεξικό γλώσσας κροατικά, εμψυχώνω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- εμφυσώ στα κροατικά - ubrizgati, utuviti, uliti, uliti u glavu, usaditi, usađivanje
- εμφυτεύω στα κροατικά - očistiti, zrno, klica, zasijati, usaditi, utisnuti, posaditi, ...
- ενάγω στα κροατικά - moliti, tužiti, optužiti, optužni, optužnog, optužne, optužnih
- ενάγων στα κροατικά - tužitelj, tužiteljica, tužitelja, tužitelju, tužitelj je
Τυχαίες λέξεις
Εμψυχώνω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: oživiti, pokrenuti, reanimirati, oživjeti, reanimiraju, obodriti
Μεταφράσεις: oživiti, pokrenuti, reanimirati, oživjeti, reanimiraju, obodriti