Ενοχλητικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενοχλητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натрапчив, репутация на натрапчив, Натрапничав, който бърника, който се меси в чужди работи
Ενοχλητικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχλητικός

ενοχλητικός γείτονας, ενοχλητικός συνώνυμα, ενοχλητικός σκύλος, ενοχλητικός βήχας, ενοχλητικόσ μεταφραση, ενοχλητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενοχλητικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενορία στα βουλγαρικά - енория, енорийски, енорията, енорийска, енорийския
  • ενοχή στα βουλγαρικά - виновност, вина, вината, чувство за вина, за вина
  • ενοχλούμαι στα βουλγαρικά - неспокойство, раздразнен, ядосан, ядоса, ядосана
  • ενοχλώ στα βουλγαρικά - неспокойство, безпокоя, притеснява, труда, се притеснява, занимавам
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: натрапчив, репутация на натрапчив, Натрапничав, който бърника, който се меси в чужди работи