Ενοχλητικός στα δανικά

Μετάφραση: ενοχλητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
geskæftig
Ενοχλητικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχλητικός

ενοχλητικός γείτονας, ενοχλητικός συνώνυμα, ενοχλητικός σκύλος, ενοχλητικός βήχας, ενοχλητικόσ μεταφραση, ενοχλητικός λεξικό γλώσσας δανικά, ενοχλητικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενορία στα δανικά - sogn, Parish, sognet, sognets
  • ενοχή στα δανικά - skyld, skyldfølelse, skylden, skyldig
  • ενοχλούμαι στα δανικά - hindre, forstyrre, irriteret, irriterede, irriteret over, generet
  • ενοχλώ στα δανικά - plage, hindre, forstyrre, gider, ærgrelser, generer, genere
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: geskæftig