Ενοχλητικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενοχλητικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наметливиот, натрапчив
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχλητικός
ενοχλητικός γείτονας, ενοχλητικός συνώνυμα, ενοχλητικός σκύλος, ενοχλητικός βήχας, ενοχλητικόσ μεταφραση, ενοχλητικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενοχλητικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενορία στα σλαβομακεδονικά - парохија, парохијата, парохискиот, парохиски, PARISH
- ενοχή στα σλαβομακεδονικά - вина, вината, на вина, на вината
- ενοχλούμαι στα σλαβομακεδονικά - караше, досаѓа, изнервирана, вознемирен
- ενοχλώ στα σλαβομακεδονικά - мачат, мачам, се мачат, мачи, пречи
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλητικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: наметливиот, натрапчив
Μεταφράσεις: наметливиот, натрапчив