Ενοχλητικός στα ιταλικά
Μετάφραση: ενοχλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
griglia, inferriata, grata, ficcanaso, intrigante, meddlesome, impiccione, intriganti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχλητικός
ενοχλητικός γείτονας, ενοχλητικός συνώνυμα, ενοχλητικός σκύλος, ενοχλητικός βήχας, ενοχλητικόσ μεταφραση, ενοχλητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενοχλητικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ενορία στα ιταλικά - parrocchia, parrocchiale, parrocchia di, della parrocchia, pieve
- ενοχή στα ιταλικά - colpa, colpevolezza, senso di colpa, la colpa, sensi di colpa
- ενοχλούμαι στα ιταλικά - importunare, frastornare, infastidito, seccato, infastiditi, irritato, infastidita
- ενοχλώ στα ιταλικά - fatica, disturbare, disturbo, importunare, molestare, seccare, guaio, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: griglia, inferriata, grata, ficcanaso, intrigante, meddlesome, impiccione, intriganti
Μεταφράσεις: griglia, inferriata, grata, ficcanaso, intrigante, meddlesome, impiccione, intriganti