Ενοχλητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενοχλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
traliehek, afrastering, geknars, hek, gekras, vervelend, rooster, bemoeiziek, bemoeizuchtige, bemoeizucht, bemoeizieke, meddlesome
Ενοχλητικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχλητικός

ενοχλητικός γείτονας, ενοχλητικός συνώνυμα, ενοχλητικός σκύλος, ενοχλητικός βήχας, ενοχλητικόσ μεταφραση, ενοχλητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενοχλητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενορία στα ολλανδικά - kerkbuurt, parochie, Parish, Deelgemeente, parochiekerk, de parochie
  • ενοχή στα ολλανδικά - schuld, schuldgevoel, schuldgevoelens, schuldig, de schuld
  • ενοχλούμαι στα ολλανδικά - hinderen, belemmeren, verstoren, storen, hinder, geërgerd, geïrriteerd, ...
  • ενοχλώ στα ολλανδικά - bezwaar, vervelen, strubbeling, ergeren, probleem, storen, hinder, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: traliehek, afrastering, geknars, hek, gekras, vervelend, rooster, bemoeiziek, bemoeizuchtige, bemoeizucht, bemoeizieke, meddlesome