Επιχειρώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулация, опит, опита, опит за, опити, опитът
Επιχειρώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχειρώ

επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιχειρώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επιχειρηματικός στα βουλγαρικά - предприемчив, предприемчиви, предприемчивостта, предприемчива, предприемчивият
  • επιχειρηματολογώ στα βουλγαρικά - аз твърдя,, аз твърдя, твърдя, смятам аз
  • επιχορήγηση στα βουλγαρικά - субсидия, субсидията, субсидии, субсидиране
  • επιχορηγώ στα βουλγαρικά - субсидия, отстъпка, концесия, субсидира, субсидират, субсидиране, субсидиране на, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: спекулация, опит, опита, опит за, опити, опитът