Επιχειρώ στα γερμανικά
Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spekulation, risiko, Versuch, versucht, versuchen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχειρώ
επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, επιχειρώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- επιχειρηματικός στα γερμανικά - unternehmungslustig, unternehmungs, unternehmungslustige, unternehmungslustigen
- επιχειρηματολογώ στα γερμανικά - argumentieren, streiten, ich behaupte,, ich argumentiere, ich behaupte, ich plädiere
- επιχορήγηση στα γερμανικά - zugabe, erlaubnis, aufmass, subvention, abmaß, fördermittel, Zuschuss, ...
- επιχορηγώ στα γερμανικά - konzession, bewilligung, subventionieren, bezuschussen, zu subventionieren, Subventionierung, subventioniert
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: spekulation, risiko, Versuch, versucht, versuchen
Μεταφράσεις: spekulation, risiko, Versuch, versucht, versuchen