Επιχειρώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandurven, poging, proberen, pogingen, geprobeerd, probeert
Επιχειρώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχειρώ

επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιχειρώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιχειρηματικός στα ολλανδικά - ondernemend, ondernemende, ondernemen, ondernemender, ondernemerschap
  • επιχειρηματολογώ στα ολλανδικά - argumenteren, twisten, krakelen, redetwisten, disputeren, ik pleit, ik betoog, ...
  • επιχορήγηση στα ολλανδικά - ondersteuning, subsidie, toelage, stipendium, steun, subsidies, subsidiebedrag
  • επιχορηγώ στα ολλανδικά - concessie, vergunning, subsidiëren, te subsidiëren, subsidiëring, subsidiëring van, subsidie
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aandurven, poging, proberen, pogingen, geprobeerd, probeert