Επιχειρώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riskeerata, uhkayritys, uskaltautua, riskihanke, yritys, yrittää, yritetään, pyrkimys, yritä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχειρώ
επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, επιχειρώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- επιχειρηματικός στα φινλανδικά - sinnikäs, yritteliäs, yritteliäitä, yritystoiminnan, Yrityksen toiminta, yritystoiminta
- επιχειρηματολογώ στα φινλανδικά - kinata, penätä, kiistellä, saarnata, kinastella, keskustella, Väitän, ...
- επιχορήγηση στα φινλανδικά - avustusmääräraha, tuki, apuraha, tuotantopalkkio, korvaus, apu, avustus, ...
- επιχορηγώ στα φινλανδικά - toimilupa, myyntilupa, myöntää, luovutus, suoda, tukea, tukemaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: riskeerata, uhkayritys, uskaltautua, riskihanke, yritys, yrittää, yritetään, pyrkimys, yritä
Μεταφράσεις: riskeerata, uhkayritys, uskaltautua, riskihanke, yritys, yrittää, yritetään, pyrkimys, yritä