Επιχειρώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilraun, reyna, tilraun til, reynt, að reyna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχειρώ
επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιχειρώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιχειρηματικός στα ισλανδικά - enterprising, framtakssamt
- επιχειρηματολογώ στα ισλανδικά - ég halda því fram, held ég því fram, Þótt ég líti, ég líti, ég líti svo
- επιχορήγηση στα ισλανδικά - niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
- επιχορηγώ στα ισλανδικά - veita, gefa, styrkur, veiting, niðurgreiða, að niðurgreiða, greiða niður, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tilraun, reyna, tilraun til, reynt, að reyna
Μεταφράσεις: tilraun, reyna, tilraun til, reynt, að reyna