Επιχειρώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abalançar, ventilador, risco, aventurar, tentativa, tentativa de, tentar, tentativas, a tentativa
Επιχειρώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχειρώ

επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιχειρώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιχειρηματικός στα πορτογαλικά - empresa, empreendedor, empreendedora, empreendedores, empreendedorismo, empreendedoras
  • επιχειρηματολογώ στα πορτογαλικά - discuta, disputar, porfiar, arguir, argumentar, contender, discutir, ...
  • επιχορήγηση στα πορτογαλικά - subsidiar, subsídio, descontos, subsídios, subvenção, subvenções, ajuda
  • επιχορηγώ στα πορτογαλικά - outorgar, granito, deferir, subsidiar, subvencionar, subsidiam, subsidiar a, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abalançar, ventilador, risco, aventurar, tentativa, tentativa de, tentar, tentativas, a tentativa