Επιχειρώ στα δανικά

Μετάφραση: επιχειρώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsøg, forsøg på, forsøget, forsøger, forsøge
Επιχειρώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχειρώ

επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ λεξικό γλώσσας δανικά, επιχειρώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιχειρηματικός στα δανικά - initiativrige, initiativrig, foretagsomme, enterprising, driftig
  • επιχειρηματολογώ στα δανικά - diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde
  • επιχορήγηση στα δανικά - subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten
  • επιχορηγώ στα δανικά - subsidiere, tilskud, tilskud til, yde støtte, yde tilskud
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsøg, forsøg på, forsøget, forsøger, forsøge