Καθολικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
католически, католик, католическата, католическа, Католическия
Καθολικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθολικός

καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθολικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καθοδήγηση στα βουλγαρικά - ръководство, насоки, указания, ориентиране, напътствия
  • καθοδηγώ στα βουλγαρικά - ръководство, водя, водач, гид, ръководи
  • καθομιλούμενος στα βουλγαρικά - разговорен, разговорно, разговорни, диалогово, на разговор
  • καθορίζω στα βουλγαρικά - дефинират, дефинира, дефиниране, дефинирате, определи
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: католически, католик, католическата, католическа, Католическия