Καθολικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
católico, Católica, catholic, catholicism, católicos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθολικός
καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθολικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθοδήγηση στα πορτογαλικά - persuadir, aconselhar, conselho, orientação, orientações, de orientação, guia, ...
- καθοδηγώ στα πορτογαλικά - chapa, boi, conduzir, encaminhar, molde, dirigir, orientar, ...
- καθομιλούμενος στα πορτογαλικά - conversacional, conversação, coloquial, de conversação, conversa
- καθορίζω στα πορτογαλικά - decidir, citações, deliberar, julgar, deteriorar, especifique, definir, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: católico, Católica, catholic, catholicism, católicos
Μεταφράσεις: católico, Católica, catholic, catholicism, católicos