Καθολικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
katalikų, Katalikas, katalikiška, catholic, kataliko
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθολικός
καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθολικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθοδήγηση στα λιθουανικά - vadovavimas, gairės, rekomendacijos, gaires, orientavimo
- καθοδηγώ στα λιθουανικά - vesti, vadovas, tiesiogiai, vadovauti, gidas, tiesus, skatinti, ...
- καθομιλούμενος στα λιθουανικά - žargonas, pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny
- καθορίζω στα λιθουανικά - apibūdinti, apibrėžti, nustatyti, nustato, apibrėžia
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: katalikų, Katalikas, katalikiška, catholic, kataliko
Μεταφράσεις: katalikų, Katalikas, katalikiška, catholic, kataliko