Καθολικός στα ιταλικά
Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cattolico, cattolica, cattolici, Catholic, cattoliche
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθολικός
καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθολικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καθοδήγηση στα ιταλικά - consigliare, consiglio, guida, orientamento, orientamenti, indicazioni, di orientamento
- καθοδηγώ στα ιταλικά - guida, governare, condurre, pungolo, destro, schietto, regolare, ...
- καθομιλούμενος στα ιταλικά - gergo, discorsivo, conversazione, colloquiale, conversazionale, di conversazione
- καθορίζω στα ιταλικά - decidere, citazione, precisare, specificare, determinare, fissare, quotare, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cattolico, cattolica, cattolici, Catholic, cattoliche
Μεταφράσεις: cattolico, cattolica, cattolici, Catholic, cattoliche