Καθολικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katholiek, Katholiek, katholieke, katholicisme, Catholic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθολικός
καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθολικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καθοδήγηση στα ολλανδικά - adviseren, raad, advies, aanraden, raadgeving, leiding, richtsnoer, ...
- καθοδηγώ στα ολλανδικά - besturen, onmiddellijk, recht, voeren, geleiden, rechtstreeks, brengen, ...
- καθομιλούμενος στα ολλανδικά - jargon, taaltje, conversatie, conversationele, gemoedelijke, gemoedelijk, conversational
- καθορίζω στα ολλανδικά - besluiten, citeren, beslissen, determineren, aanhaling, uitmaken, noemen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: katholiek, Katholiek, katholieke, katholicisme, Catholic
Μεταφράσεις: katholiek, Katholiek, katholieke, katholicisme, Catholic