Καθολικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
католицький, католицька, католицького, Католический
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθολικός
καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθολικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καθοδήγηση στα ουκρανικά - керівництво, Посібник, Інструкції, інструкцію, Адміністрація
- καθοδηγώ στα ουκρανικά - посібник, довідник, направляти, орієнтир, керувати, пряма, спрямовувати, ...
- καθομιλούμενος στα ουκρανικά - вермут, розмовний, розмовна, розмовну
- καθορίζω στα ουκρανικά - передбачити, передбачати, вирішувати, уточнити, вирішити, конкретність, встановлювати, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: католицький, католицька, католицького, Католический
Μεταφράσεις: католицький, католицька, католицького, Католический